Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012








ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΣΤΟ ΚΑΜΕΡΟΥΝ







Κωνσταντίνου και Ελένης (Douala)

Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (Yaoundé)

Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (Bonaberi, Douala.)

Αγίου Γερασίμου (Nkongsamba)

Ταξιαρχών  (Nkongsamba)














6ο Διεθνές Συνέδριο
«Διαπολιτισμική Εκπαίδευση -  Ελληνικά ως Δεύτερη ή Ξένη Γλώσσα»
Πάτρα, 20-22 Ιουνίου 2003

Θεματική Ενότητα
Ε. Διεθνή και Ελληνικά Μεταναστευτικά Ρεύματα

Τίτλος Εισήγησης:
«Το φαινόμενο της ελληνικής διασποράς στην Αφρικανική ήπειρο –
Η διαμόρφωσή του και οι προοπτικές του
(Η περίπτωση των Ελλήνων του Καμερούν)»

Μεταξίδης Α. Νικόλαος


Περίληψη

Στο κείμενο αυτό, παρουσιάζουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο  ελληνισμός της Αφρικής, χρησιμοποιώντας σαν παράδειγμα τους Έλληνες του Καμερούν. Με την προσέγγισή μας προσπαθούμε να εντοπίσουμε τα προβλήματα και να διαγνώσουμε τις προοπτικές του ελληνισμού στην Αφρική, εισηγούμενοι συγκεκριμένες προτάσεις. Ο ελληνισμός της Αφρικής αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής διασποράς, παρά το γεγονός ότι υστερεί ποσοτικά, συγκριτικά με τον ελληνισμό στους παραδοσιακούς προορισμούς (Αμερική, Ευρώπη, Αυστραλία) και δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της υψηλής στρατηγικής της ελληνικής διπλωματίας. Οι Αφρικανικές χώρες είναι «φτωχές», σύμφωνα με την ορθόδοξη οικονομική προσέγγιση, και αδύναμες να επηρεάσουν το παγκόσμιο σκηνικό. Αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο το ελληνικό κράτος δεν έχει δώσει την πρέπουσα βαρύτητα στο διασπορικό στοιχείο που το εκπροσωπεί εκεί. Εξ ανάγκης λοιπόν, η ελληνική διασπορά στην Αφρική  επιβιώνει αυτόνομα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ελληνισμού στο Καμερούν.
Οι Έλληνες στο Καμερούν διατήρησαν τη γλώσσα και την ελληνικότητά τους χωρίς την ύπαρξη ελληνικής εκπαίδευσης. Οι συγκυρίες δεν επέτρεψαν την οργάνωση μιας ολοκληρωμένης εκπαιδευτικής πρότασης από την πλευρά των ελληνικών κοινοτήτων του Καμερούν, αλλά ούτε και ο Εθνικός Κορμός προσανατολίστηκε προς τη στήριξη μιας τέτοιας προοπτικής. Το δημοτικό σχολείο της Κοινότητας του Γιαουντέ δεν ήταν αρκετό για να κρατήσει τους μαθητές του, αφού οι οικογένειές τους προτίμησαν μια εκπαίδευση για τα παιδιά τους, που να έχει «συνέχεια» (γυμνασιακές και λυκειακές σπουδές). Παρόλα αυτά οι γενιές που ακολούθησαν τους πρωτοπόρους μιλούν ελληνικά (υστερούν στο γραπτό λόγο) και όσοι συνέχισαν ανώτερες σπουδές, το έπραξαν κυρίως στη Γαλλία. Η πολύγλωσση εκπαίδευση που απέκτησαν (γαλλικά, αγγλικά και ίσως και κάποια αφρικανική διάλεκτο), συμβατή και με τις οικονομικές τους δραστηριότητες, επέτρεψε να ενταχθούν ευκολότερα σε μια κοσμοπολίτικη ελληνική διασπορά, συμμετέχοντας ως Έλληνες στις κοινωνίες που τους δέχτηκαν.  
Το ελληνικό κράτος καλείται να στηρίξει την παρουσία τους σε μια πολλά υποσχόμενη και ιδιαίτερη, τόσο από οικονομική, όσο και από πολιτική άποψη ήπειρο, βασιζόμενο στους πολιτισμικούς άξονες που διαθέτει, δηλαδή την εκπαιδευτική, εκκλησιαστική και οικονομική του παρουσία.


«Το φαινόμενο της ελληνικής διασποράς στην Αφρικανική ήπειρο – Η διαμόρφωσή του και οι προοπτικές του (η περίπτωση των Ελλήνων του Καμερούν)» 

Εισαγωγή

        Στο κείμενο αυτό, παρουσιάζουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο  ελληνισμός της Αφρικής, χρησιμοποιώντας σαν παράδειγμα τους Έλληνες του Καμερούν. Με την προσέγγισή μας προσπαθούμε να εντοπίσουμε τα προβλήματα και να διαγνώσουμε τις προοπτικές του ελληνισμού στην Αφρική, εισηγούμενοι συγκεκριμένες προτάσεις. Ο ελληνισμός της Αφρικής αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής διασποράς, παρά το γεγονός ότι υστερεί ποσοτικά, συγκριτικά με τον ελληνισμό στους παραδοσιακούς προορισμούς (Αμερική, Ευρώπη, Αυστραλία) και δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της υψηλής στρατηγικής της ελληνικής διπλωματίας. Οι Αφρικανικές χώρες είναι «φτωχές» - σύμφωνα με την ορθόδοξη οικονομική προσέγγιση - και αδύναμες να επηρεάσουν το παγκόσμιο σκηνικό. Αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο το ελληνικό κράτος δεν έχει δώσει την πρέπουσα βαρύτητα στο διασπορικό στοιχείο που το εκπροσωπεί εκεί. Εξ ανάγκης λοιπόν, η ελληνική διασπορά στην Αφρική  επιβιώνει αυτόνομα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ελληνισμού στο Καμερούν.

Οι Έλληνες στην Αφρική

      Έλληνες συναντάμε στην Αφρική ήδη από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Σε κοινότητες αρχίζουν να οργανώνονται οι Έλληνες μόλις από τις αρχές του 20ου αιώνα1. Οι παραδοσιακές «πύλες» που οδηγούν τους Έλληνες στη Μαύρη Αφρική2 είναι από τα βόρεια η Αίγυπτος  και η Νοτιοαφρικανική Ένωση από τα νότια.
      Οι Έλληνες μέσω Αιγύπτου και Σουδάν κατευθύνονται προς την Αιθιοπία και την Ερυθραία, και ακόμη νοτιότερα προς την Ανατολική Αφρική (Αγγλική Ουγκάντα, Τανγκανίκα, Μοζαμβίκη). Αντίστοιχα μέσω της Νότιας Αφρικής όπου έφθασαν αρχικά από την θαλάσσια οδό (ναυτικοί), προχώρησαν προς το εσωτερικό της ηπείρου, δούλεψαν στα ορυχεία χρυσού του Tranvaal, εργάσθηκαν στους σιδηροδρόμους που κατασκεύαζαν οι αποικιοκράτες, ίδρυσαν εμπορικά καταστήματα φθάνοντας ως την Κεντρική Αφρική. Ο Έλληνας εκμεταλλεύτηκε την αποικιοκρατική διείσδυση στην Αφρική για να εγκατασταθεί και αυτός εκεί προσπαθώντας να αξιοποιήσει τις όποιες ευκαιρίες πλουτισμού του δίνονταν.  «Οι Έλληνες μη έχοντας ιδιαίτερη σχέση με κάποια αποικιοκρατική δύναμη, διασκορπίστηκαν στις αποικίες όχι μόνο των Γάλλων και των Άγγλων, αλλά και στο Βελγικό Κονγκό, την Αιθιοπία και την Πορτογαλική Μοζαμβίκη»3.
      Χρονικά  μπορούμε να χωρίσουμε την παροικιακή  ιστορία των Ελλήνων της Αφρικής, στην περίοδο από τις πρώτες μεμονωμένες παρουσίες4- που εντοπίζονται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα - ως  την ίδρυση των πρώτων κοινοτήτων στις αρχές του 20ου αιώνα, και από το 1920 ως σήμερα. Το ελληνικό στοιχείο στην Αφρική  δεν έχει τα κοινά χαρακτηριστικά  που αναγνωρίζουμε στους Έλληνες άλλων περιοχών του κόσμου με εξαίρεση τους Έλληνες της νότιας Αφρικής  που «ρίζωσαν» σε ανθούσα κοινότητα. Το ελληνικό στοιχείο στην Αφρική δεν είχε το κίνητρο που είχαν οι  Έλληνες της Αμερικής, οι οποίοι  ήθελαν βέβαια να επιστρέψουν μια μέρα στην πατρίδα - αυτό άλλωστε ήταν το αρχικό τους κίνητρο - αλλά οι  Η.Π.Α. ήταν  μία χώρα που ήθελε και μπόρεσε να τους ενσωματώσει.  Στην Αφρική ο Έλληνας πήγε από την αρχή με σκοπό να πλουτίσει και να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα δεν υπήρχαν  εκεί, οι δομές εκείνες που θα τον ενσωμάτωναν στο χώρο της παροικίας του. 
      Ήδη από το τέλος του πρώτου τέταρτου του 20ου αιώνα  φαίνεται μια μείωση των Ελλήνων που μεταναστεύουν (ιδίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες) και από τότε ως το τέλος της δεκαετίας του 50 έχουμε φάσεις κυκλικής  δραστηριοποίησης του ελληνικού μεταναστευτικού ρεύματος, που οφείλονται κυρίως στην  οικονομική συγκυρία, τουλάχιστον ως τις αρχές της δεκαετίας του 60 οπότε σημαντική επίδραση ασκεί και η ανεξαρτητοποίηση των χωρών της Αφρικανικής ηπείρου.
      Η  φθορά των παροικιών και η συρρίκνωσή τους  μεταβάλλουν το χώρο στον οποίο  δραστηριοποιούνται  οι  Έλληνες, τους  ωθούν να ψάξουν νέες  προοπτικές σε άλλες χώρες  ή και να παλιννοστήσουν5.  Αναδιαρθρώνεται έτσι η δομή  της  ελληνικής παρουσίας στην Αφρική  με αντίστοιχη  μεταβολή  των δικτύων  της ελληνικής διασποράς, τόσο σε ατομικό – κοινοτικό επίπεδο (οργάνωση των συνεκτικών τους ιστών που δομούν τις εσωτερικές σχέσεις της ομογένειας αλλά και τις αντίστοιχες εξωτερικές σχέσεις με τη Μητρόπολη αλλά και τη χώρα υποδοχής), όσο και σε επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της διεθνοποίησης των οικονομικών σχέσεων, που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού μετασχηματισμού όπως αυτός διαμορφώθηκε μέσα στον 20ο αιώνα. 

 Οι Έλληνες στο Καμερούν
      Οι Έλληνες έφθασαν στο Καμερούν σε δύο, κυρίως, φάσεις. Η πρώτη φάση χρονολογείται από το μεσοπόλεμο, ενώ η δεύτερη από τη δεκαετία του 1950. Τα κίνητρα της ελληνικής παρουσίας στην Αφρική ήταν κυρίως οικονομικά. Οι αποικιοκράτες  έλεγχαν το κεφάλαιο και σαν διαχειριστές της οικονομίας κατείχαν την τεχνική εξειδίκευση, ενώ προόριζαν τους ντόπιους ιθαγενείς για ανειδίκευτες και χειρωνακτικές εργασίες6. Οι πρωτοπόροι ασχολήθηκαν με το εμπόριο αγροτικών προϊόντων μεγάλων αποδόσεων (αγορά και συγκέντρωση καφέ, κακάο, μπανάνας). Ζούσαν σε απομονωμένες περιοχές κοντά στις καλλιέργειες του κακάο και του καφέ, και παράλληλα ανέπτυξαν εμπορική δραστηριότητα στις πόλεις (κυρίως στο λιμάνι της Ντουάλα) εξάγοντας αγροτικά προϊόντα και εισάγοντας παντός είδους μεταποιημένα εμπορεύματα (υφάσματα, ηλεκτρικά είδη, έπιπλα, κ.ά.). Ο αριθμός τους έφθασε τους 2.500 στη δεκαετία του 1970. Η κρίση άγγιξε την κοινότητα σε πρώτη φάση μετά το 1985 (1200 άτομα το 1987) και στη συνέχεια μετά το 1992 οπότε και ο αριθμός των ομογενών μας έφθασε τους  450  που κατανέμονταν ως εξής : Yaounde 160, Douala 240, Konksamba 10  και  οι  υπόλοιποι σε άλλα σημεία της χώρας7. Σήμερα ο αριθμός τους δεν ξεπερνά τα 250 άτομα  συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ζούν σε άλλες χώρες,  όπως για παράδειγμα στη Γαλλία ή στην Ελλάδα και επισκέπτονται κατά διαστήματα το Καμερούν προκειμένου να  εποπτεύσουν τις εκεί επιχειρηματικές δραστηριότητές τους8.
      Οι Έλληνες είναι οργανωμένοι σε δύο κοινότητες, του Γιαουντέ και της Ντουάλα. Η πόλη του Γιαουντέ είναι πρωτεύουσα και διοικητικό κέντρο της χώρας. Η «Ελληνική κοινότητα Γιαουντέ και περιχώρων» διατηρεί γραφείο, εντευκτήριο, δημοτικό σχολείο και κατοικία του δασκάλου.  Εκεί εδρεύει η Ιερά Μητρόπολη, η οποία διατηρεί  γραφείο και κατοικία του Μητροπολίτη σε χώρο που ανήκει στην κοινότητα. Στο Yaoundé  υπάρχει Ελληνική Ορθόδοξη  Ιεραποστολή  και  λειτουργεί το θεολογικό σεμινάριο  «Αγιος Μάρκος» για τους αφρικανούς ιερείς και με τη συνεργασία Εκκλησίας  και Ελληνικού σχολείου, διοργανώνονται  μαθήματα  εκμάθησης της Ελληνικής γλώσσας για Καμερουνέζους Ορθόδοξους9. Αντίστοιχα στη Ντουάλα υπάρχουν δύο ελληνορθόδοξοι ναοί, σύγχρονο εντευκτήριο στην κοινότητα και αθλητικές εγκαταστάσεις. Στο Γιαουντέ βρίσκεται η ελληνική πρεσβεία, ενώ στη Ντουάλα υπάρχει άμισθο ελληνικό προξενείο που λειτουργεί με επίτιμο πρόξενο.

Η εκπαίδευση των Ελλήνων του Καμερούν

      Το πορτραίτο του Έλληνα μετανάστη στην Αφρική «εμφανίζει έναν νέο, αγρότη, αμόρφωτο και ανειδίκευτο»10. Αυτή είναι η περιγραφή του μέσου Έλληνα μετανάστη στην Αφρική. Μεταναστεύει στην Αφρική σε ηλικία που κυμαίνεται μεταξύ 20 και 30 ετών, είναι άγαμος και έχει ελάχιστη μόρφωση ή επαγγελματική εκπαίδευση. Αυτή η περιγραφή δεν απέχει πολύ από την εικόνα του Έλληνα μετανάστη προς το Καμερούν. Το Καμερούν είναι μια δύσκολη χώρα που απαιτεί –όπως και κάθε άλλη χώρα της Μαύρης Αφρικής άλλωστε – πολύ κουράγιο και θυσίες από την πλευρά του ατόμου που μεταναστεύει. Ο Έλληνας μετανάστης που έρχεται στο Καμερούν ακολουθεί συνήθως τα χνάρια ενός δικού του ανθρώπου, είτε αυτός είναι συγγενής, είτε φίλος ή και συγχωριανός. Δουλεύει αρχικά σαν υπάλληλος με χαμηλό μισθό και αργότερα ανοίγει δική του επιχείρηση11. Είναι άγαμος και αυτό τον οδηγεί στις ακόλουθες επιλογές: να συζήσει με ντόπιες γυναίκες με τις οποίες συχνά αποκτά παιδιά που σπάνια αναγνωρίζει και δευτερευόντως, αφού ορθοποδήσει, να μεταβεί για λίγο στην πατρίδα προκειμένου να πάρει για σύζυγό του μια Ελληνίδα. Είναι σαφές ότι η ελληνική κοινωνία στο Καμερούν είναι εσωστρεφής και ενδογαμική12.  Αυτό είναι βασικό χαρακτηριστικό των ελληνικών κοινοτήτων στην Αφρική.
      Ο Έλληνας της πρώτης γενιάς δεν έχει μεγάλη μόρφωση. Συνήθως παντρεύεται Ελληνίδα με σκοπό να κάνει οικογένεια. Δεν έχει την επιθυμία να «προδώσει» τις παραδόσεις της φυλής του. Μεγαλώνει τα παιδιά του με τις ελληνικές παραδόσεις και τα ελληνικά ιδεώδη. Σε αυτό συμβάλει και η κοινότητα με το σχολείο, τις γιορτές (θρησκευτικές και εθνικές). Σημαντική είναι και η συμβολή της εκκλησίας. Ο Έλληνας μόλις οργανωθεί σε κοινότητα προσπαθεί να καλύψει τις ανάγκες που συνδέονται με την καταγωγή του με την ίδρυση εκκλησίας και σχολείου. «Το πρώτο βασικό μέλημα ήταν, η κάλυψη των θρησκευτικών τους αναγκών. Αυτό κατορθώθηκε με την οικοδόμηση ορθόδοξων ναών  (ακόμα και σε ολιγάριθμες ελληνικές εστίες) και την μετάκληση εφημερίων από την Ελλάδα ή από το ανθρώπινο δυναμικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας (για την αφρικανική ήπειρο). Η δεύτερη θεμελιώδης φροντίδα των αποδήμων ήταν η λειτουργία, έστω και σε υποτυπώδη μορφή, ελληνικών σχολείων13».
      Η δεύτερη γενιά μεγαλώνει μαθαίνοντας τα ελληνικά κυρίως στο σπίτι. Οι ελληνόφωνες σπουδές τους τερματίζονται στο δημοτικό και αυτό για όσους ζουν στο Γιαουντέ όπου βρίσκεται το ελληνικό σχολείο. Η Ντουάλα βρίσκεται 200 χιλιόμετρα μακριά και πολλοί ζουν σε μικρότερες πόλεις. Οι μετακινήσεις είναι ιδιαίτερα δύσκολες (ακόμα και σήμερα). Τα γαλλόφωνα σχολεία απορροφούν κυρίως τους Έλληνες μαθητές. Οι γονείς αρχίζουν να στέλνουν τα παιδιά τους στο γαλλικό σχολείο ήδη από τις μικρές τάξεις. Επικαλούνται για την απόφασή τους αυτή το γεγονός ότι η ελληνική εκπαίδευση δεν έχει συνέχεια ως το τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι δύσκολο για ένα μαθητή που τελειώνει το ελληνικό δημοτικό σχολείο να προσαρμοστεί στο γαλλικό για τις δευτεροβάθμιες σπουδές του. Η δεύτερη γενιά μιλά ελληνικά αλλά δεν γράφει. Όμως η ελληνική ταυτότητα της δεύτερης γενιάς είναι πολύ ισχυρή, σε σημείο που οι μικτοί γάμοι των ατόμων που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο Καμερούν από Έλληνες γονείς είναι ελάχιστοι.
      Οι επόμενες γενιές μεγαλώνουν αποκτώντας μια διπλή οντότητα σε ότι αφορά την ταυτότητά τους. Έχουν ισχυρές αναφορές στην Ελλάδα, αλλά οι σπουδές γίνονται στα γαλλικά και συνεχίζονται σε γαλλικά κυρίως πανεπιστήμια και οι μικτοί γάμοι14 γίνονται περισσότεροι. Μιλούν  ελληνικά στο βαθμό που ζουν τη γλώσσα μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Αυτό που δεν γνωρίζουμε ακόμη είναι ποια είναι εκείνη η διάρθρωση της οικογένειας που ευνοεί την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, για παράδειγμα η οικογένεια όπου ο πατέρας είναι αλλοδαπός και η μητέρα Ελληνίδα ή η περίπτωση που ο πατέρας είναι Έλληνας και η μητέρα αλλοδαπή. Εμπειρικά αποτολμώντας μια απάντηση στο ερώτημα αυτό θα λέγαμε ότι μάλλον η τάση για εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας από τα παιδιά είναι εντονότερη όταν και οι δύο γονείς είναι Έλληνες και αμέσως μετά η περίπτωση που ο πατέρας είναι Έλληνας και η μητέρα αλλοδαπή. Το τελευταίο ισχύει συχνότερα όταν υπάρχουν συχνές επαφές με  την Ελλάδα (για παράδειγμα δύο μήνες διακοπές στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι και δεσμοί με οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον). 

Οι Έλληνες του Καμερούν ως τμήμα της ελληνικής διασποράς

      Σήμερα οι Έλληνες που ζουν και δραστηριοποιούνται στο Καμερούν είναι περίπου 250. Στον αριθμό αυτό ανήκουν και όσοι έρχονται στο Καμερούν περιοδικά για να εποπτεύσουν τη λειτουργία των επιχειρήσεών τους. Είναι ελάχιστοι σήμερα οι Έλληνες που μεταναστεύουν στο Καμερούν. Αυτοί που μεταναστεύουν στο Καμερούν σήμερα είναι δύο κατηγοριών: Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν μεμονωμένα άτομα  που αποφασίζουν τον επίπονο δρόμο της μετανάστευσης είτε για προσωπικούς λόγους είτε γιατί είχαν δεσμούς με γειτονική αφρικανική χώρα που έπαψε όμως να είναι φιλόξενη και ελκυστική για αυτούς. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν άτομα που έρχονται στο Καμερούν ακολουθώντας τον ή την σύζυγό τους που διατηρεί συγγενικούς και επιχειρηματικούς δεσμούς με τη χώρα. Και οι δύο κατηγορίες δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα ανακάλυψης της ταυτότητάς τους αλλά περισσότερο πρόβλημα προσαρμογής  στο νέο περιβάλλον. Σήμερα που υπάρχουν γρήγοροι τρόποι μετακίνησης15 και που οι επικοινωνίες είναι επίσης εύκολες και γρήγορες (τηλέφωνο, email, fax) ο Έλληνας της Αφρικής μπορεί να αλλάζει τόπους  διαμονής όσο συχνά θέλει χωρίς να είναι αναγκασμένος να χάνει τα όποια δικαιώματα συνδέονται με τη διαμονή του στη Γαλλία, την Ελλάδα ή το Καμερούν.

Προτάσεις  για την επιβίωση του ελληνισμού της Αφρικής

      Το βασικό γεωγραφικό δεδομένο είναι ο περιορισμένος  αριθμός των  Ελλήνων στην Αφρικανική ήπειρο καθώς και ο εκ των πραγμάτων μικρός αριθμός νέων Ελλήνων μεταναστών προς την Αφρική. Επιπλέον η διασπορά τους είναι μεγάλη σε μια τεράστια ήπειρο που χαρακτηρίζεται από ένα ευρύ φάσμα φυσικών γεωγραφικών και ανθρωπογεωγραφικών πόρων. Το αυξανόμενο ενδιαφέρον των πλούσιων βιομηχανικών χωρών για την Αφρική και το γεγονός ότι η Ελλάδα ως μέλος της Ε.Ε. έχει θέση στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, καθιστούν αναγκαία τη στήριξη  της παρουσίας των ομογενών του Καμερούν και κατ’ επέκταση όλης της Αφρικής, αξιοποιώντας τους πολιτισμικούς άξονες που ενοποιούν την ελληνική διασπορά, δηλαδή την εκπαιδευτική, εκκλησιαστική και οικονομική παρουσία του ελληνισμού.
      Οι κινήσεις που κατά τη γνώμη μας είναι καλό να γίνουν πρέπει να δρομολογηθούν σε δύο άξονες: τον οικονομικό και τον πολιτιστικό – εκπαιδευτικό.
-          Η Ελλάδα έχει προνομιακή θέση αφού είναι γεωγραφικά πλησιέστερη στην Αφρική συγκριτικά με άλλες χώρες. Η ελληνική βιομηχανική παραγωγή είναι μέσης τεχνολογίας και τα προϊόντα της φθηνότερα άρα καταλληλότερα για την Αφρικανική αγορά. Η ομογένεια στηρίζεται οικονομικά κυρίως στο εμπόριο. Η δημιουργία θέσης εμπορικού ακολούθου στην Ντουάλα το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της κεντροδυτικής Αφρικής κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική, καθώς θα βοηθήσει, με την απαραίτητη πληροφόρηση, στην τόνωση των εμπορικών σχέσεων της Ελλάδας με την Αφρική16. Η ελληνική ομογένεια θα αναβαθμιστεί και ενδεχόμενα θα ανατραπεί η αρνητική για της ελληνικές κοινότητες κατάσταση που οδηγεί σταδιακά σε μαρασμό και εξαφάνιση. Η ανάπτυξη των διμερών εμπορικών σχέσεων θα  ενισχύσει πιθανά την ανάπτυξη του Καμερούν (και άλλων χωρών της περιοχής) ενισχύοντας παράλληλα τον ρόλο των Ελλήνων εκεί.
-          Στον πολιτιστικό – εκπαιδευτικό τομέα απαραίτητη είναι η δημιουργία ενός  φορέα διάδοσης της ελληνικής γλώσσας (όπως για παράδειγμα το Γαλλικό Ινστιτούτο, το Βρετανικό Συμβούλιο, το Ινστιτούτο Γκαίτε που λειτουργούν στο Καμερούν), αφού εκτός των Ελλήνων, υπάρχει ζήτηση από τους ντόπιους για εκμάθηση της γλώσσας προκειμένου και για την αξιοποίηση υποτροφιών για σπουδές στην Ελλάδα.  Η ενίσχυση της ελληνικής παρουσίας με τον τρόπο αυτό θα βοηθήσει στην αξιοποίηση του δυναμικού των ομογενών που δραστηριοποιούνται στη χώρα  τονώνοντας την ελληνική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της κεντροδυτικής Αφρικής.

Συμπέρασμα

      «Η παραδοσιακή (εφαρμοσμένη) ελληνική παιδαγωγική υιοθέτησε την πολιτική οριοθέτηση του όρου “εθνική ταυτότητα”, τον  ταύτισε με τον όρο “εθνική συνείδηση” και τον χρησιμοποίησε ως  μορφωτικό ιδεώδες για την εθνική διαπαιδαγώγηση…»17 εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων. Αυτό το κυρίαρχο ιδεολογικό κατασκεύασμα δύσκολα μπορεί να συνδεθεί με το όραμα μιας ελληνικής διασποράς της οποίας η ελληνικότητα υπερβαίνει  την οριοθέτηση της «συνείδησης του να νοιώθεις Έλληνας» περισσότερο από το να «είσαι Έλληνας», είτε επειδή πρέπει, είτε επειδή υπάρχει μια κληρονομική σφραγίδα που το πιστοποιεί. 
      Οι Έλληνες στο Καμερούν διατήρησαν τη γλώσσα και την ελληνικότητά τους χωρίς την ύπαρξη της παραδοσιακής ελληνικής εκπαίδευσης. Οι συγκυρίες δεν επέτρεψαν την οργάνωση μιας ολοκληρωμένης εκπαιδευτικής πρότασης από την πλευρά των ελληνικών κοινοτήτων του Καμερούν, αλλά ούτε και ο Εθνικός Κορμός προσανατολίστηκε προς τη στήριξη μιας τέτοιας προοπτικής. Το δημοτικό σχολείο της Κοινότητας του Γιαουντέ δεν ήταν αρκετό για να κρατήσει τους μαθητές του, αφού οι οικογένειές τους προτίμησαν μια εκπαίδευση για τα παιδιά τους, που να έχει «συνέχεια» (γυμνασιακές και λυκειακές σπουδές). Παρόλα αυτά οι γενιές που ακολούθησαν τους πρωτοπόρους μιλούν ελληνικά (υστερούν στο γραπτό λόγο) και όσοι συνέχισαν ανώτερες σπουδές, το έπραξαν κυρίως στη Γαλλία. Η πολύγλωσση εκπαίδευση που απέκτησαν (γαλλικά, αγγλικά και ίσως και κάποια αφρικανική διάλεκτο), συμβατή και με τις οικονομικές τους δραστηριότητες, επέτρεψε να ενταχθούν ευκολότερα σε μια κοσμοπολίτικη ελληνική διασπορά, συμμετέχοντας ως Έλληνες στις κοινωνίες που τους δέχτηκαν.  
            Σύμφωνα με τον Τσαούση (1983) έχουμε δύο είδη ταυτότητας, μία δυναμική και μία παθητική. Δυναμική είναι εκείνη η ταυτότητα που ως κύριο σημείο αναφοράς της έχει το «εμείς» (δεν είναι οι άλλοι αυτό που εγώ είμαι). Με την παθητική η ταυτότητα θεμελιώνεται στην άρνηση των άλλων  (δεν είμαι εγώ εκείνο που οι άλλοι είναι)18.  Αυτή η διάκριση μας βοηθά να κατανοήσουμε την αναγκαιότητα ώστε, η εκπαιδευτική πολιτική η σχετική με την ελληνική διασπορά, να αποβάλει τα απομονωτικά χαρακτηριστικά του εθνοκεντρισμού που συνδέεται με την παθητική ή αμυντική ταυτότητα του ελληνισμού, αξιοποιώντας τη δυναμική ταυτότητα που χαρακτηρίζει τον ελληνισμό της Αφρικής τον οποίο μελετάμε ως αναπόσπαστο τμήμα ενός ευρύτερου ιστού (παγκοσμιοποιημένη ελληνική διασπορά).  

 Υποσημειώσεις

1 Ενδεικτικά αναφέρουμε τη χρονολογία ίδρυσης μερικών κοινοτήτων στην Αφρική.
   Η ελληνική κοινότητα του Χαρτούμ (Σουδάν) ιδρύθηκε το 1902, της Ασμάρα 
   (Ερυθραία) οργανώθηκε επίσημα το 1903, του Πόρτ Σουδάν (Σουδάν) ιδρύθηκε το
   1906, του Κεϊπτάουν (Ν. Αφρική) το 1903, της  Πραιτώριας (Ν. Αφρική) το 1908, του  
   Γιοχάνεσμπουργκ (Ν. Αφρική) το 1908, Μπέιρας (Πορτογαλική ανατολική Αφρική,
   Μοζαμβίκη)   το 1908, Χαράρε (Ζιμπάμπουε) το 1921, Λουμούμπασι και περιχώρων
   (Ζαΐρ) το 1923.
2  Λέγοντας Μαύρη Αφρική εννοούμε το τμήμα της ηπείρου που βρίσκεται νότια της
   Σαχάρας..
3  Μαρκάκης, Γ. (1998) Έλληνες στην Μαύρη Αφρική 1890-1990, Αθήνα: Τροχαλία, σ. 15.
4   Στο ίδιο,  σσ. 41,100.
5  Στο ίδιο, σ. 115.
6  Kaptue, L. (1986) Travail et main d’oeuvre au Cameroun sous régime Français
   1916-1952, Paris :  L’Harmattan, p.9.
7  Καζάκος, Π. & συνεργάτες. (1992) Ο απόδημος ελληνισμός στις χώρες της Αφρικής,  
   Γ.Γ.Α.Ε., σ.338.
8  Τα  στοιχεία βασίζονται σε επιτόπια έρευνα του συντάκτη της παρούσας εισήγησης,  
    που έγινε στο Καμερούν τον  Ιανουάριο του 2003.
9  Άτλας της ελληνικής διασποράς, Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού,
    εκδ. «Αλέξανδρος» (2001), 2ος τόμος,  σσ. 411- 412
10  Μαρκάκης, Γ. (1998) Έλληνες στην Μαύρη Αφρική…,ό.π., σ.29.
11  Στο ίδιο, σ.47.
12  Στο ίδιο, σ.50.
13  Χασιώτης, Κ, (1993) Επισκόπηση της Ιστορίας της Νεοελληνικής
     Διασποράς, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, σσ. 180-181  
14  Οι περισσότεροι μικτοί γάμοι είναι με Γάλλους ή Γαλλίδες αντίστοιχα και 
     ελάχιστοι με Καμερουνέζους.
15   Το αεροπορικό ταξίδι Παρίσι – Ντουάλα, τη δεκαετία του 50, διαρκούσε 18 ώρες
     με ενδιάμεσους σταθμούς στην Τύνιδα και το Φόρ Λαμύ. Σήμερα το ίδιο ταξίδι
     διαρκεί μόλις 6 ώρες χωρίς καμμία ενδιάμεση στάση.
16  Μαρκάκης, Γ. (1998) Έλληνες στην Μαύρη Αφρική…,ό.π., σ.144
17 Δαμανάκης, Μ. (1999) Εθνοπολιτιστική Ταυτότητα και Εκπαίδευση στην
    Ελληνική Διασπορά, in Ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο Εξωτερικό, Πρακτικά
    Πανελλήνιου – Πανομογενειακού συνεδρίου, Ρέθυμνο : 26-28 ιουνίου 1998,  
    Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ., σ.36
18 Τσαούσης, Δ. Γ. (1983), “Ελληνισμός και Ελληνικότητα - Το πρόβλημα της  
    νεοελληνικής ταυτότητας”, in Ελληνισμός Ελληνικότητα, Ιδεολογικοί και
    Βιωματικοί άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της  
    «Εστίας», σσ. 18-19.


Βιβλιογραφία


·         Άτλας της ελληνικής διασποράς, Ιστορία του Απόδημου Ελληνισμού, εκδ. «Αλέξανδρος» (2001). 
·   Bruneau, M. (2000) Hellénisme et diaspora grecque, De la Méditerranée orientale à la dimension mondiale,  Cahiers d’études sur la Méditerranée orientale et le monde turco-iranien, No 30, pp.33-58.
·   Bruneau, M. (2001) Peuples – monde de la longue durée : Grecs, Indiens, Chinois, L’ éspace géographique, No 3, pp.193-212.
·         Bruneau, M. (2001) Politiques de l’ État - nation grec vis-à -vis de la diaspora, Revue Européenne des Migrations Internationales, 17(3), pp.9-20.
·         Δαμανάκης, Μ. (1999) Εθνοπολιτιστική Ταυτότητα και Εκπαίδευση στην Ελληνική Διασπορά, in Ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο Εξωτερικό, Πρακτικά Πανελλήνιου – Πανομογενειακού συνεδρίου, Ρέθυμνο : 26-28 Ιουνίου 1998, Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ., σσ.: 36-47.
·         Καζάκος, Π. & συνεργάτες. (1992) Ο Απόδημος ελληνισμός στις χώρες της Αφρικής,  Γ.Γ.Α.Ε.
·         Kaptue, L. (1986) Travail et main d’oeuvre au Cameroun sous régime Français 1916-1952, Paris :  L’Harmattan.
·         Μαρκάκης, Γ. (1998) Έλληνες στην Μαύρη Αφρική 1890-1990, Αθήνα:  εκδόσεις Τροχαλία.
·         Παπάς, Γ. (1994) Η παιδεία των Ελλήνων της διασποράς, Εφ.«Ελευθεροτυπία» 25/1/1994, σσ.: 46-47.
·       Παπασωτηρίου, Χ. (2000) Διασπορά και Εθνική Στρατηγική, Αθήνα: εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
·  Τσαούσης, Δ. Γ. (1983), “Ελληνισμός και Ελληνικότητα - Το πρόβλημα της νεοελληνικής ταυτότητας”, in Ελληνισμός Ελληνικότητα, Ιδεολογικοί και Βιωματικοί άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας (συλλογικό - επιμέλεια. Δ. Γ. Τσαούσης), εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της  «Εστίας» 1983 (α’ έκδοση), 1993, 1998, σσ.: 15-25
·      Χασιώτης, Κ. (1993) Επισκόπηση της Ιστορίας της Νεοελληνικής Διασποράς, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΣΑΧΡΑΡΙΑ ΑΦΡΙΚΗ : ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΟ ΚΑΜΕΡΟΥΝ.
LA DIASPORA HELLÉNIQUE EN AFRIQUE NOIRE : ÉSPRIT D’ENTREPRISE, CULTURE ET DÉVELOPPEMENT DES GRECS AU CAMEROUN.
HELLENIC DIASPORA IN SUBSAHARAN AFRICA: ENTREPRENEURSHIP, CULTURE AND DEVELOPMENT OF GREEKS IN CAMEROON.
Editions universitaires europeennes (12 décembre 2011), 424 pages, Français , French.
ISBN-10: 613150380X 
ISBN-13: 978-6131503801

Résumé
Arrivés au Cameroun autour des années 1920, ils ont été étudiés selon trois perspectives, une perspective interne (leur itinéraire par rapport à leur projet migratoire, la constitution culturelle d’une diaspora, etc.), les empreintes qu’ils ont laissées au pays d’accueil et les interférences qu’ils ont pu avoir  avec le pays  d’accueil par le biais de leurs entreprises. Minorité visible parmi d’autres étrangers, ils ont été au cœur du système colonial de traite. Ils se sont investis en intermédiaires dans les secteurs de l’économie coloniale. Très vite urbains après avoir été des aventuriers broussards avant, ils  se constituent en communautés (1948). À partir de 1950 et des plans FIDES d’équipement des territoires coloniaux français, ce sera leur apogée. Ils monteront en gamme sur le plan économique. La croissance économique et l’urbanisation ont fait naître de nouvelles activités comme le bâtiment, la construction, la quincaillerie, les grands magasins, l’importation d’articles divers. La longue période d’ajustement structurel et la dévaluation du FCFA en 1994, ont découragé les hommes d’affaires grecs à la fois solidaires et concurrents. Leur fonction d’intermédiaire s’affaiblissant, une série d’activités qu’ils faisaient (exploitation forestière, transport) sont passées ainsi dans les mains des concurrents (Libanais, Bamiléké etc.). Avec les indépendances, ils céderont le petit commerce aux nationaux, seront touchés par l’africanisation des entreprises et la concurrence d’entrepreneurs africains dynamiques. Ils gardent encore le commerce technologique sophistiqué, les supermarchés et ont de petits investissements industriels  et une place de choix dans la boulangerie.
Abstract
Greeks arrived in Cameroon around 1920 and so they were examined from three perspectives, an internal perspective (their route based upon their migration, the cultural constitution of a diaspora, etc.), the marks they have left to the host country and the interference they have had with the host country through their businesses. Being a visible minority among other foreigners, they were at the heart of the colonial system of trafficking. They invested in intermediate sectors of the colonial economy. Soon after urban adventurers before, they form communities (1948). Since 1950 and thanks to the FIDES plans concerning the development of French colonial territories, they will reach their peak. They will see their business expanding rapidly. Economic growth and urbanization created new activities such as building, construction, hardware, department stores, and the import of various items. The long period of structural adjustment and devaluation of the FCFA in 1994 discouraged the weakened and competition Greek businessmen. As their intermediary function, a number of their activities (forestry, transportation) placed in the hands of competitors like the Lebanese and the Bamileke. Since the country independence, they will lose their small business to the local people and they will subsequently be affected by the Africanization of business and competition dynamics of African entrepreneurs. They still keep sophisticated technology trade, supermarkets and small industrial investment and an important place in the bakery industry.
MOTS-CLÉS : Diaspora hellénique, Esprit d’entreprise, Migrations, Afrique subsaharienne, Cameroun.
KEY WORDS: Hellenic Diaspora, Entrepreneurship, Migrations, Sub-Saharan Africa, Cameroon.
 
LA DIASPORA HELLÉNIQUE EN AFRIQUE NOIRE : ESPRIT D’ENTREPRISE, CULTURE ET DÉVELOPPEMENT DES GRECS AU CAMEROUN.
Nous avons étudié la présence hellénique au Cameroun selon trois perspectives, une perspective interne (leur itinéraire par rapport à leur projet migratoire, la constitution culturelle d’une diaspora, etc.), les empreintes qu’ils ont laissées au pays d’accueil et les interférences qu’ils ont pu avoir  avec le pays  d’accueil par le biais de leurs entreprises. Minorité visible parmi d’autres étrangers, ils ont été au cœur du système colonial de traite. Ils se sont investis en intermédiaires dans les secteurs de l’économie coloniale ; spécialement la   collecte de produits exportables - cacao, café, bois, etc. - pour de grandes maisons de commerce ou  pour eux-mêmes, le transport (distribution des marchandises importées et des personnes qui leur permettait de contrôler ainsi le circuit d'approvisionnement des grands centres urbains). Très vite urbains après avoir été des aventuriers broussards avant, ils  se constituent en communautés (1948). À partir de 1950 et des plans FIDES d’équipement des territoires coloniaux français, ce sera leur apogée. Ils monteront en gamme sur le plan économique. La croissance économique et l’urbanisation ont fait naître de nouvelles activités comme le bâtiment, la construction, la quincaillerie, les grands magasins, l’importation d’articles divers. La longue période d’ajustement structurel et la dévaluation du FCFA en 1994, ont découragé les hommes d’affaires grecs à la fois solidaires et concurrents. Leur fonction d’intermédiaire s’affaiblissant, une série d’activités qu’ils faisaient (exploitation forestière, transport) sont passées ainsi dans les mains des concurrents comme les Libanais et les Bamiléké. Avec les indépendances, ils céderont le petit commerce aux nationaux, seront touchés par l’africanisation des entreprises et la concurrence d’entrepreneurs africains dynamiques. Ils gardent encore le commerce technologique sophistiqué, les supermarchés et ont de petits investissements industriels  et une place de choix dans la boulangerie.

Les Grecs sont arrivés au Cameroun dans les années 1920. Les premiers Grecs arrivés au Cameroun possédaient, pour la plupart, un contrat avec une maison européenne qui les embauchait comme cadres moyens ou intermédiaires. Ces migrants ont, à un moment donné, changé d’occupation, et se sont mis à leur compte, en s’appuyant sur la présence d’individus originaires de leur pays, de leur région ou de leur village d’origine qui étaient déjà installés au Cameroun. Ces pionniers étaient marqués par leur culture d’origine : soit la culture des ressortissants des régions pauvres de la Grèce continentale ou insulaire, soit celle plutôt cosmopolite et bourgeoise des Hellènes de la diaspora qui venaient d’Asie Mineure, d’Egypte ou des régions du Pont. Le contact des Grecs avec le colonialisme d’une part, avec les cultures africaines d’autre part, a aidé ces migrants à s’insérer dans un environnement où ils ont pu constituer les réseaux d’une diaspora dans presque tous les pays d’Afrique. Cette diaspora représentait un ensemble d’individus, aventuriers, commerçants, ouvriers, professions libérales, entrepreneurs qui ont cherché fortune en Afrique attirés par ceux qui s’y étaient établis précédemment.
Cette migration hellénique vers le Cameroun a commencé pendant la période coloniale et s’est appuyée sur le système économique d’intermédiaires qui avaient la capacité de vivre et de travailler dans l’hinterland africain, dans des conditions particulièrement difficiles pour les Européens. Progressivement, les invitations faites par les pionniers ont permis l’accroissement du nombre de Grecs au Cameroun ; ils ont rencontré là-bas toutes les conditions nécessaires pour être bien intégrés dans le système économique colonial. Les Hellènes ont acquis la réputation de bons commerçants, car ils ont réussi à se libérer des grandes maisons commerciales en créant des entreprises personnelles dans les secteurs « libres » ou de concurrence faible. La tradition entrepreneuriale des Grecs reposait sur plusieurs éléments comme par exemple la connaissance du terrain, des langues locales, des conditions d’approvisionnement et de vente, la diversité des activités etc., mais aussi sur une solidarité familiale, une culture d’esprit communautaire et la formation d’un système de réseaux diasporiques qui ont facilité la circulation des savoir-faire, des idées et des techniques nouvelles, permettant au système de se  renouveler, d’absorber le choc des changements et, donc de durer.  
L’identité entrepreneuriale hellénique en Afrique n’a pas conservé les mêmes caractéristiques depuis ses premiers pas sur le continent. Puis, lorsque la concurrence a augmenté et que sont apparus de nouveaux concurrents sur le marché, ils se sont tournés à temps vers de nouvelles activités. Lorsque la place des Grecs comme intermédiaires dans le système économique s’est affaiblie, les entrepreneurs grecs se sont orientés vers de nouvelles activités qui se développaient dans les villes. Les activités entrepreneuriales des Hellènes sont diverses et se font simultanément pour affronter ainsi les risques de la concurrence. Leurs changements d’activités ont été plus apparents dans les années 1980, en pleine époque de prospérité économique pour le Cameroun. La croissance économique et l’urbanisation ont fait naître de nouvelles activités comme le bâtiment, la construction, la quincaillerie, les grands magasins, l’importation d’articles ménagers, les nouvelles technologies (machines agricoles, groupes électrogènes, climatiseurs etc.) qui ont attiré les entrepreneurs grecs. Leurs changements d’activité ont eu aussi une raison supplémentaire qui a été, comme nous l’avons déjà mentionné, leur place de plus en plus faible dans le circuit du commerce du cacao et du café à cause de la libéralisation des marchés et de l’entrée de concurrents locaux. Leur fonction d’intermédiaire s’affaiblissant, une série d’activités qu’ils faisaient parallèlement au commerce des produits (exploitation forestière, transport) sont passées aussi dans les mains des concurrents comme les Libanais et les Bamiléké.
L’indépendance n’a pas vraiment apporté des changements radicaux dans leur statut d’étrangers et de Blancs au Cameroun. Ce qui a eu progressivement des conséquences sur leur statut dans les affaires est dû principalement à l’évolution de la sphère internationale et régionale, ainsi que des politiques nationales du Cameroun. Sans qu’une politique hostile soit exercée contre les étrangers, les activités des locaux, qui jusqu’alors avaient été négligés par le système économique et ses institutions, ont été favorisés.  Les Grecs pouvaient s’appuyer sur l’aide des institutions financières (banques) afin d’accroitre leurs activités économiques et mettre en œuvre leurs projets entrepreneuriaux. Les Camerounais n’avaient pas les mêmes occasions de financement à l’époque coloniale ; ils étaient pratiquement coupés du système bancaire même après l’indépendance de leur pays. Ils possédaient malgré tout leurs réseaux de solidarités (tontines) mais aussi se heurtaient à des difficultés face au système économique dit moderne. Cependant les Grecs eux aussi avaient des réseaux de solidarité qui étaient plutôt des réseaux de caractère familial pour la recherche de capitaux, et le soutien communautaire pour les nouveaux venus, pour la « gestion » des informations et la conservation des particularités culturelles. Leur structure communautaire a joué un rôle important afin d’instaurer une confiance entrepreneuriale au sein du groupe ethnique des Grecs, mais aussi avec une dimension interethnique, principalement avec les autres communautés étrangères non-africaines. Cette structure représente un espace d’interconnaissance personnelle structuré par trois niveaux de sociabilité (les amis, les « clans », la communauté), auxquels correspondent trois espaces de confiance (la confiance intime, la confiance sociale et la confiance économique). La confiance en affaires dans le cadre des communautés de non Africains, reposait moins sur les préjugés de « race » que sur la longue fréquentation des individus étrangers non Africains entre eux. Les relations des Grecs entre eux, au sein de leur communauté ethnique, et aussi leurs relations avec d’autres communautés comme celle des Français et des Libanais, formaient un certain type d’ « échanges » et instaurait un mécanisme de survie qui complétait l’organisation communautaire. Tout ce système a fonctionné, comme le suggère la théorie des coûts transactionnels, dans un contexte de faiblesse institutionnelle – surtout dans la période postindépendance – comme ressource stratégique sur le marché. Dans le cadre des activités entrepreneuriales sur des marchés imparfaits, en dehors des facteurs traditionnels de production (terre, travail, capital), existent toute une série de facteurs « clés » comme le sont les réseaux d’information, les relations politiques, les mécanismes institutionnels qui garantissent les transactions et facilitent le transfert des capitaux. Les entrepreneurs en Afrique subsaharienne avaient à affronter des marchés imparfaits caractérisés par la précarité. Pour les Grecs, cette précarité était entre autres due au fait que l’activité entrepreneuriale prenait fin quand l’entrepreneur – créateur de l’entreprise – n’avait pas de successeur. Le manque de suite dans une activité entrepreneuriale limite aussi la créativité de l’entrepreneur qui arrive à la fin de sa carrière sans avoir de successeur qui poursuivra son rêve dans les affaires. Ainsi l’activité entrepreneuriale était condamnée soit à prendre fin avec la « mise à la retraite » de l’entrepreneur, soit à continuer son existence sous d’autres mains qui souvent étaient les mains de Camerounais.
Les entreprises grecques au Cameroun sont majoritairement familiales et ont gardé ce caractère parce qu’il exprime la continuité, le sentiment de sécurité et de  confiance, et aussi sur le plan culturel c’est un point de repère qui lie les individus à un itinéraire commun dans l’espace de leur diaspora. Les Grecs luttent avec les groupes concurrents pour le contrôle des échanges avec l’extérieur mais aussi pour le contrôle du marché local. Leur organisation communautaire les a aidés en leur offrant des avantages comparatifs lors du démarrage dans les affaires et la sécurisation de leur position par la suite. Bien que cette organisation communautaire soit déterminante au départ, elle paraît être secondaire sur le plan économique concernant les flux avec l’extérieur. La forte présence des Grecs dans le secteur des importations est liée au fait qu’ils ont la capacité d’obtenir la confiance des fournisseurs étrangers. Les difficultés de leurs concurrents africains reposent sur le fait qu’ils n’ont pas la même capacité à gagner la confiance des partenaires étrangers. Mais, par contre, ils ont les avantages liés au contrôle de tout un mécanisme d’importations par des voies informelles.
Leur évolution dans le monde des affaires s’appuie sur des transferts culturels, de certains types de comportements et de savoirs faire. La réduction, par exemple, de la présence hellénique au Cameroun, n’est pas due exclusivement aux difficultés liées à un environnement entrepreneurial rude et particulier, à la concurrence illicite, et à la précarité institutionnelle. Elle est due surtout aux mutations microsociales dans le cadre de la communauté hellénique elle-même. Les dynamiques socioculturelles des Grecs ont changé depuis le début de leur présence au Cameroun. Les premiers arrivés étaient célibataires. Ils voulaient s’enrichir et retourner au pays d’origine. Plusieurs l’ont fait, en particulier un nombre important d’entre eux n’a pas eu de successeur et a transféré ses richesses acquises en Grèce, pour vivre les dernières années de sa vie dans l’aisance. La majorité de ceux rentrés en Grèce ont investi dans l’immobilier. Un nombre restreint parmi eux a investi dans les affaires en Grèce. C’était surtout le cas de migrants saisonniers au Cameroun qui n’avaient pas perdu le contact avec la culture et le mode de vie du pays d’origine. Ceux qui avaient quitté la Grèce pour très longtemps ou qui sont nés au Cameroun n’ont pas, pour la plupart, pu commencer et surtout faire évoluer une activité entrepreneuriale en Grèce, et sont revenus au Cameroun. Parmi les Grecs du Cameroun, il y a encore une catégorie d’individus qui ont pu assurer la continuité de leurs activités entrepreneuriales sur place grâce aux membres des 2e ou 3e générations. Ces activités entrepreneuriales helléniques sont actuellement parmi les plus florissantes au Cameroun. Le transfert culturel s’est fait surtout par la famille, rarement par la communauté. La communauté fonctionne plus comme un rassemblement, un repère culturel de gens qui ont déjà reçu par leur famille une forte culture identitaire. Les autres, ceux qui ont reçu une éducation dans une école étrangère au Cameroun, fait des études en Europe ou en Amérique, et qui ont formé leur caractère et leur culture dans un environnement en dehors de la culture hellénique en Afrique, ont de grosses difficultés à s’adapter à cet environnement entrepreneurial africain. De grandes maisons ont été vendues par les successeurs. Dans ces cas le processus de la transmission culturelle des valeurs du groupe par le biais de l’apprentissage social n’a pas pu s’accomplir.  
Les entrepreneurs grecs étaient motivés par l’accumulation d’un capital. Ils ont été souvent dénoncés pour leur comportement d’exploiteur, de prédateur, sans pour autant être mis au même rang que les colonisateurs. Les Grecs du Cameroun revendiquent une place importante dans le développement des innovations dans le domaine des affaires, dans la promotion de nouvelles activités qui ont par la suite attiré les locaux, ainsi que pour leur rôle important dans la construction et l’aménagement des villes du Cameroun. Bien qu’ils n’aient jamais eu la volonté de s’assimiler dans la société camerounaise, ils mettent toujours en avant dans leurs discours leurs liens historiques et sociaux avec le pays.

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Πτυχίο στα οικονομικά (πανεπιστήμιο Μακεδονίας),DEA (πανεπιστήμιο Paris 2),διδακτορικό δίπλωμα (τμήμα οικονομικών επιστημών του πανεπιστημίου Θεσσαλίας), δεύτερο διδακτορικό δίπλωμα (τμήμα ανθρωπογεωγραφίας του πανεπιστημίου Michel de Montaigne - Bordeaux 3). Μ'αρέσουν τα ταξίδια, οι ήχοι και οι μυρωδιές του κόσμου. Θέλω να μοιραστώ μαζί σας την αγάπη μου για την Αφρική.